σμπάρο

σμπάρο
το , σμπάρος ο выстрел;

§ μ' ένα σμπάρο δυό τρυγόνια — одним ударом двух зайцев убить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σμπάρο" в других словарях:

  • σμπάρο — σμπάρο, το και σμπάρος, ο (λ. ιταλ.), βλήμα κυνηγετικού όπλου: Μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμπάρο — το, και σμπάρος, ο, Ν 1. πυροβολισμός 2. βλήμα όπλου 3. φρ. «μ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» με μία ενέργεια διπλό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarro] …   Dictionary of Greek

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»